αναβάλλουσα

αναβάλλουσα
η και ανεβάλλουσα (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.)
πηγή από την οποία αναβλύζει το νερό σαν πίδακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. ἀναβάλλω «κάνω να πεταχτεί νερό ψηλά με ορμή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ANABOLICAe Species — apud Flavium Vopisc. in Aureliano, c. 45. Vectigal ex Aegypto urbi Remoe Aurelianus vitri, chartoe, lini, stupae atque anabolicas species oeternas constituit: i. e. Embolicoe. Ἀναβολὴ enim et ἐμβολὴ eiusdem sunt significationis nomina ac utrôque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”